κάτοπτον

κάτοπτον
κάτοπτος
visible
masc/fem acc sg
κάτοπτος
visible
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Hemeroscopio — Dianio Emporio de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos de Focea, romanos Idioma …   Wikipedia Español

  • κάτοπτος — (I) η, ο (Α κάτοπτος, ον) ορατός από παντού, περίοπτος («κάτοπτον δ ἐ πολλοῡ τοῑς προσπλέουσι», Στράβ.) αρχ. αυτός που βρίσκεται πάνω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτος (< ὀπτός < θ. ὀπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. έπ οπτος, περί… …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”